σωμάτιο

σωμάτιο
το
σωματίδιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

  • γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …   Dictionary of Greek

  • καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… …   Dictionary of Greek

  • άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… …   Dictionary of Greek

  • αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • εξωτικό άτομο — Ασταθές άτομο, στο οποίο ένα ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί τεχνητά από ένα άλλο, αρνητικά φορτισμένο σωμάτιο, όπως το μιόνιο, το πιόνιο ή το καόνιο. Το σωμάτιο, ύστερα από τη σύλληψή του, μεταπίπτει από τη μία κβαντισμένη τροχιά σε άλλη, πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”